- πως
- (I)ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α(εγκλιτ. τροπ. επίρρ.)1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» — κατά κάποιον άλλο τρόποαρχ.1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.)2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια για να δηλώσει αβεβαιότητα: εἴ πως, ἐάν πως, ἄν πως, ἤν πως3. φρ. α) «ὧδέ πως» — κατά τέτοιον τρόπο («ἔλεξεν ὧδέ πως εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιαρχῶν», Ξεν.)β) «πὼς μέν..., πὼς δέ...» — αφ' ενός μεν..., αφ' ετέρου δε..., από τη μια πλευρά..., από την άλλη....[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ως].————————(II)Ν1. (ως ειδ. σύνδ.) ότι... («έμαθα πως δεν είναι καλά»)2. (ως αναφ. ή τροπ. επίρρ.) (συν. σε συνεκφ. με την πρόθεση κατά) κατά πωςόπως, με τον τρόπο που... (α. «κατά πως έγινε, τι να το κάνεις» β. «κατά πως λένε, είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερωτηματικό επίρρ. πώς, με εξέλιξη τής αρχικής τροπικής σημ. σε ειδική].
Dictionary of Greek. 2013.